- Ιερεμίας
- I
(Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά του ήταν αφιερωμένα στην πολιτική κατάσταση του βασιλείου του Ιούδα. Ο Ι. κήρυττε την ανάγκη της ειρήνευσης με τον ισχυρότερο εχθρό των Ιουδαίων, το βασίλειο της Βαβυλώνας. Έδειχνε, δηλαδή, ότι προτιμούσε την εξάρτηση από τη Βαβυλώνα από την ολοσχερή καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Ο Ι. εκδήλωσε αδάμαστο ψυχικό σθένος εναντίον των διωκτών του Βαβυλωνίων, αλλά και εναντίον του ίδιου του λαού του. Με την τραγική και μαρτυρική δημόσια ζωή του, αποδείχθηκε ο πλέον πολυπαθής των προφητών. Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ Ε’ (586 π.Χ.), ο κατακτητής έδωσε την άδεια στον Ι. να παραμείνει στην πατρίδα του. Οι αντίπαλοι, όμως, της βαβυλωνιακής εξουσίας τον απομάκρυναν με τη βία και τον μετέφεραν στην Αίγυπτο, όπου πέθανε. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, λιθοβολήθηκε στις Δάφνες της Αιγύπτου από συμπατριώτες του, επειδή τους ασκούσε αυστηρό έλεγχο. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του την 1η Μαΐου.Βιβλίο του Ι. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού της Παλαιάς Διαθήκης χωρίζεται σε κηρύγματα και σε αποφθέγματα του Ι. Γράφτηκε από τον Βαρούχ, επιστήθιο μαθητή του, πιθανότατα τον 7o αι. π.Χ. Αποτελείται από 52 κεφάλαια προφητειών. Στην εισαγωγή περιγράφεται η κλήση του Ι. στο προφητικό αξίωμα. Το κυρίως βιβλίο χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη. Από αυτά, το πρώτο περιέχει απειλητικούς και παραινετικούς λόγους προς τον ιουδαϊκό λαό, το δεύτερο ιστορικές ειδήσεις για τον προφήτη (από το 4o έτος της βασιλείας του Ιωακείμ και έπειτα) και το τρίτο περιέχει λόγους εναντίον διαφόρων λαών (Αιγυπτίων, Φιλισταίων, Μωαβιτών κ.ά.). Το βιβλίο κλείνει με πληροφορίες για τη βασιλεία του Σεδεκία και τη χάρη που απονεμήθηκε στον Ιωακείμ. Σήμερα, σώζεται σε δύο μορφές: εκείνη του εβραϊκού κειμένου που ακολουθεί και η Βουλγάτα και εκείνη που αποδέχεται η ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα. Η τελευταία, εκτός από τη βραχύτητα, διαφέρει και ως προς τη διάταξη του περιεχομένου και ως προς την έννοια ορισμένων παραγράφων. Οι σύγχρονοι, πάντως, ερευνητές των βιβλικών κειμένων δεν έχουν καταλήξει σχετικά με το ποια από τις δύο μορφές είναι αυθεντικότερη. Πάντως, και με τις δύο μορφές του, το βιβλίο του Ι. αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία της Εγγύς Ανατολής τον 7o και 6ο αι. π.Χ. Είναι επίσης αξιόλογο και από λογοτεχνική σκοπιά, τόσο για τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία όσο και για κείμενα της εξομολόγησης και του μονολόγου του Ι., που θεωρούνται υποδειγματικά από την άποψη του ύφους.Θρήνοι του Ι. Το βιβλίο αυτό αποτελείται από πέντε αυτοτελείς ελεγείες αναμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας. Σε αυτές θρηνείται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ και των κατοίκων της και παρακαλείται ο Θεός να τους βοηθήσει. Πολλοί νεότεροι κριτικοί αμφισβητούν την πατρότητα του βιβλίου· το βέβαιο, όμως, είναι ότι η συγγραφή του έγινε από ποιητή ή λόγιο του άμεσου περιβάλλοντος του προφήτη είτε από κάποιον οπωσδήποτε σύγχρονο με τα γεγονότα και αυτόπτη μάρτυρα.II
«Ο Ιερεμίας θρηνεί για την τύχη του λαού του», έργο του Γάλλου ζωγράφου Γκιστάβ Ντορέ.
Όνομα τεσσάρων πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.1. I. Α’ (Ζίτσα Ηπείρου ; – Βράτσα Τιρνάβου 1546). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513-22). Θεωρήθηκε δημοφιλής και ικανός πατριάρχης. Κατόρθωσε μάλιστα να σώσει τις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης από τον τουρκικό κίνδυνο της κατεδάφισης. Με τη φροντίδα του χτίστηκε στο Άγιον Όρος η μονή Σταυρονικήτα.2. Ι. B’, ο Τρανός (Αγχίαλος Ανατολικής Ρωμυλίας 1536; – 1595). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1565-72, 1579-80, 1586-95). Θεωρήθηκε ένας από τους λαμπρότερους πατριάρχες της τουρκοκρατίας. Ήταν μαθητής των φημισμένων τότε δασκάλων Δαμασκηνού Στουδίτη και Θεοφάνη Ελεαβούλκου. Η πατριαρχία του ήταν εξαιρετικά ταραγμένη και περιπετειώδης. Φατρίες αντιπάλων του αρχιερέων, με την υποστήριξη Ελλήνων αρχόντων ή την εξαγορασμένη συνεργασία των τουρκικών αρχών, κατόρθωσαν να τον ανατρέψουν δύο φορές και να τον εξορίσουν. Μάλιστα, μετά τη δεύτερη εκθρόνισή του, μια ομάδα με αρχηγό τον εφήμερο πατριάρχη Παχώμιο Πατέστο (1584-85) κατέλαβε το πατριαρχείο, του οποίου όχι μόνο κλονίστηκε το κύρος αλλά κινδύνευσε σοβαρά και η ίδια η ύπαρξή του. Τότε κατασχέθηκε από τους Τούρκους και μετατράπηκε σε τζαμί ο ναός της Παμμακάριστου, που από τα χρόνια της Άλωσης λειτουργούσε ως έδρα του πατριάρχη. Παρά τις αντιξοότητες, ο Ι. επιτέλεσε μεγάλα έργα: αναδιοργάνωσε τη διοίκηση, καταπολέμησε τη σιμωνία, καλλώπισε με νέα κτίσματα το πατριαρχείο, ανόρθωσε τα οικονομικά του, ενίσχυσε την παιδεία, αποκατέστησε φιλικούς δεσμούς με τους ηγέτες των προτεσταντών της Γερμανίας και εγκαινίασε νέα περίοδο στις σχέσεις του πατριαρχείου με την Εκκλησία και τον τσάρο της Ρωσίας, μεταβαίνοντας αυτοπροσώπως εκεί και ιδρύοντας το Πατριαρχείο Μόσχας (1589). Μετά από μία εκατονταετή περίοδο κατάπτωσης και παρακμής (1470-1570), την πιο σκοτεινή της τουρκοκρατίας, η πατριαρχία του I. φάνηκε ως προάγγελος μιας επικείμενης πνευματικής αναγέννησης της Εκκλησίας και του Γένους.3. Ι. Γ’ (Πάτμος ; – Άγιον Όρος 1735). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1716-26, 1732-33). Το 1727, καθαιρέθηκε για πρώτη φορά από τον πατριαρχικό θρόνο με ενέργειες του ηγεμόνα της Μολδαβίας Γρηγορίου Γκίκα, ο οποίος ήθελε να εκδικηθεί τον Ι. επειδή αρνήθηκε να δώσει διαζύγιο στον αδελφό του. Εξορίστηκε τότε στο όρος Σινά, απ’ όπου επέστρεψε το 1732 και επανήλθε στον θρόνο του. Σύντομα όμως προσβλήθηκε από ημιπληγία, γεγονός που τον ανάγκασε να αποχωρήσει και να αποσυρθεί στη μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος, όπου πέθανε. Ο Ι. Γ’ θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους πατριάρχες του 18ου αι. Διακρίθηκε επίσης για την πνευματική καλλιέργεια και τον πατριωτισμό του.4. Ι. Δ’ (Κρήτη ; – Μυτιλήνη 1824). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1809-13). Διετέλεσε μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως και αργότερα Μυτιλήνης. Αν και είχε μέτρια μόρφωση, αποδείχθηκε ικανός εκκλησιαστικός ηγέτης και προστάτης των συμφερόντων της Εκκλησίας. Μετά την παραίτησή του για λόγους γήρατος και ασθένειας, αποσύρθηκε στη Μυτιλήνη, όπου και πέθανε.III(Ι. Καλλιγιώργης, Κως 1935 –). Μητροπολίτης Γαλλίας, Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Ιβηρίας (1988-). Μετά την αποφοίτησή του από την Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή (1952) σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1959), στο Ανώτατο Λειτουργικό Ινστιτούτο Παρισίων (1963, λειτουργική θεολογία) και στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης (παλαιογραφία). Το 1959 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1964 πρεσβύτερος. Με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπηρέτησε στη μητρόπολη Γαλλίας ως πρωτοσύγκελος και προϊστάμενος του ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (Παρίσι). Διετέλεσε επίσης διευθυντής του ελληνογαλλικού εκπαιδευτηρίου στο Σατενέ-Μαλαμπρί. Το 1970 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον εξέλεξε βοηθό επίσκοπο Σασίμων και το 1988 μητροπολίτη Γαλλίας. Διαμένει στο Παρίσι, όπου έχει αναπτύξει σημαντική πνευματική δράση. Συγκεκριμένα, προεδρεύει στο κεντρικό εκπαιδευτικό συμβούλιο, στη συνέλευση ορθοδόξων επισκόπων της Γαλλίας και στα ιδρύματα Ελληνική Εστία Γερόντων, Εκκλησιαστικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα-Οικοτροφείο, Εστία Ελληνίδας Φοιτήτριας, φοιτητική εστία Λιόν, Ελληνική Ορθόδοξη Νεολαία, Φιλόπτωχη Αδελφότητα Κυριών, Χριστιανική Ένωση Επιστημόνων και Φοιτητών κ.ά. Το 1992 εξελέγη αντιπρόεδρος και το 1997 πρόεδρος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών.IVΕπώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Δημητσάνα.1. Ιωάννης. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και μετά την απελευθέρωση αμείφθηκε με την παροχή εδαφικών εκτάσεων.2. Παναγιώτης. Αδελφός του προηγούμενου. Πολέμησε από την αρχή μέχρι το τέλος του Αγώνα. Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε δήμαρχος Δημητσάνας για πολλά χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.